- κεδρίνοις
- κέδρινοςof cedarmasc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυλώ — ξυλῶ, όω (Α) [ξύλον] 1. μεταβάλλω κάτι σε ξύλο 2. κατασκευάζω κάτι από ξύλο («τὸν οἶκον τὸν μέγαν ἐξύλωσε ξύλοις κεδρίνοις», ΠΔ) 3. παθ. ξυλοῡμαι, όομαι α) γίνομαι ξύλο («ξυλοῡται γὰρ σκληρυνόμενα οἷον ἐν τοῑς φοίνιξι», Θεόφρ.) β) (για πρόσ.… … Dictionary of Greek